- μουσκαρίνη
- Αλκαλοειδές του τύπου C9H12O3N που βρίσκεται στο κόκκινο τμήμα του μανιταριού μουσκάρια (amanita muscaria) και στους νεκρούς ζωικούς ιστούς. Είναι εξαιρετικά τοξική ουσία και σχετίζεται με τις χολίνες. Προκαλεί διέγερση των απολήξεων του παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος, βραδυκαρδία, συσπάσεις των λείων μυών του στομάχου, ελάττωση της πίεσης του αίματος κ.τ.λ.
* * *η(βιοχ.) αλκαλοειδές που αποτελεί το κύριο συστατικό τού μανιταριού Αmanita muscaria.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. muscarine < γερμ. muskarin (νεολατ. muscaria, θηλ. τού muscarius < λατ. musca «μύγα» + κατάλ. -in)].
Dictionary of Greek. 2013.